- δομοσφαλης
- δομοσφαλήςδομο-σφᾰλής2потрясающий домом, т.е. разрушительный
(ὄμβρου κτύπος αἱματηρός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄμβρου κτύπος αἱματηρός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δομοσφαλής — δομοσφαλής, ές (Α) αυτός που σείει ή γκρεμίζει το σπίτι … Dictionary of Greek
δομοσφαλῆ — δομοσφαλής shaking the house neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δομοσφαλής shaking the house masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δομοσφαλής shaking the house masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)